Η σχιζοφρενής στάση της ελληνικής κοινωνίας έναντι των νέων μελών της Εκπαιδευτική παρακμή και πολιτική παιδοφιλία;
Ή... Γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης
ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ, ΑΡΧΙΣΑΝ ΠΑΛΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΠΑΕΙ. ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΣΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΙΒΟ. ΑΣΦΑΛΩΣ, ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΧΕΙ ΣΥΝΘΕΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται, ασφαλώς και δυστυχώς, το εκπαιδευτικό σύστημα. Όποιος αναρωτιέται για την υποβάθμιση της Ελλάδας στον διεθνή ανταγωνισμό, δεν έχει παρά να δει πώς φτάνει στο πανεπιστήμιο ο απόφοιτος της Μέσης Εκπαίδευσης. Όχι οι «κορυφές», αλλά όσοι είναι στη μεσαία και χαμηλή κλίμακα, γιατί εκεί φαίνονται ανάγλυφα οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες που βάζουν στο κεφάλι τους ο δημόσιος λόγος και το σχολικό σύστημα.
Παπαγαλία ως τρόπος προσέγγισης της γνώσης και ο γνωστός εθνοκεντρικός συντηρητισμός ως βαθύτερη ιδεολογική δομή («βασικά, είμαστε οι καλύτεροι γιατί έχουμε σπουδαίους προγόνους, οι "άλλοι" όμως δεν μας καταλαβαίνουν και οι "δυνατοί" του Κόσμου μάς αδικούν»). Αυτός ο πυρήνας σπάει ή καλύπτεται, κατά περίπτωση, προφανώς από τις φιλότιμες προσπάθειες των δασκάλων, τις ποιοτικές διαφορές στο εσωτερικό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τη διαφορετική οικογενειακή προέλευση. Παραμένει όμως ισχυρότατος και ενσταλάζει μια αμυντική στάση προς τα πράγματα. Ιδίως στα παιδιά που κινούνται στη μεσαία και χαμηλή κλίμακα. Σαν να έχουν περάσει από μηχανή μαζικής παραγωγής loosers της παγκοσμιοποίησης. Θα είχε ενδιαφέρον να μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο ευθύνεται το σχολείο και πόσο ο δημόσιος λόγος. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το πολιτισμικό υπόστρωμα προστίθεται η κοινωνική τρομοκρατία για το μέλλον της ανεργίας και της ανασφάλειας που τα περιμένει. Προβλήματα απολύτως υπαρκτά αλλά εξογκωμένα στα μυαλά των παιδιών, ακόμα και όταν η στατιστική δείχνει ότι έχουν πολύ μικρότερες διαστάσεις. Εκπλησσόμαστε ύστερα γιατί οι περισσότεροι έχουν ως «όραμα» την καριέρα του αστυνομικού, του παιδαγωγού και του δημοσίου υπαλλήλου με «τρεις κι εξήντα»!
Κοινωνική σχιζοφρένεια
Η ελληνική κοινωνία έχει διαμορφώσει πλέον μια σχιζοφρενή στάση έναντι των νέων μελών της. Φορτώνει στις νέες γενιές το μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους που προκύπτει από την αδυναμία να προχωρήσουμε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις: του Ασφαλιστικού, του δημόσιου χρέους, της υποβάθμισης του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, των δημόσιων υποδομών. Ξέρουμε ότι η «αχίλλειος πτέρνα» του οικονομικού- κοινωνικού μας συστήματος είναι η δυσκολία των νέων να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Άπαξ και τα καταφέρουν, η συνέχεια είναι πιο εύκολη και λιγότερο επισφαλής από όσο λέγεται. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι στατιστικές. Παρά ταύτα, αρνούμαστε ως κοινωνία να μεταρρυθμίσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα και τις κοινωνικές πολιτικές κατά τρόπο που να βοηθούν και να υποστηρίζουν την προσπάθεια των νέων στα πρώτα στάδια της ζωής τους και της απασχόλησης. Αντί να μετριάζουμε την ανασφάλεια της εργασίας των νέων ηλικιών, προτιμούμε να εσωτερικεύουμε στην οικογένεια το κόστος της πολιτικής μας αδράνειας. Ως αποτέλεσμα, ανεβαίνει ραγδαία το ιδιωτικό κόστος εκπαίδευσης για ένα σύστημα που παρακμάζει και ταυτόχρονα, οι νέοι δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς την οικογένεια και το περιουσιακό απόθεμα της προηγούμενης γενιάς.
Σε αυτό το παθολογικό πεδίο, προστίθεται το αντίθετο σύμπτωμα. Ο υπερπροστατευτισμός των γονιών προς τα παιδιά. Οι γονείς κρεμασμένοι στα κάγκελα των εξεταστικών κέντρων λειώνουν αγωνιώντας για το «πώς έγραψε το παιδί». Δεν μας αρκεί το ότι πουθενά στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν εμφανίζεται παρόμοια εικόνα για να πειστούμε ότι κάτι σάπιο και εκφυλιστικό υπάρχει εδώ; Κάθε κοινωνία παράγει τη δική της «χαρακτηροδομή» έγραφε ο Κρίστοφερ Λας. Η κοινωνική μας σχιζοφρένεια παράγει παιδιά που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν την έννοια των ορίων γιατί κανείς δεν τους τα θέτει και γιατί οι επιθυμίες τους ικανοποιούνται πριν καν συνειδητοποιηθούν και, επομένως, δυσκολεύονται να ενηλικιωθούν και να διαμορφώσουν το «εγώ» τους. Δεν εξυμνώ εμμέσως την προηγούμενη Ελλάδα των πολιτικών συγκρούσεων και της ανέχειας. Αλίμονο αν χρειάζονται καταστροφές και φτώχεια για να «σκληραγωγηθεί» κάθε γενιά! Χρειάζονται όμως ειλικρίνεια και πολιτική πρωτοβουλία για να διορθώνονται τα κακώς κείμενα και να αναπροσαρμόζονται οι θεσμοί στις νέες (καλύτερες) κοινωνικές συνθήκες. Τι είδους κοινωνική και πολιτική αδράνεια είναι αυτή που εμποδίζει τις οικογένειες να μετατρέψουν τη νοσηρότητα σε πολιτικό αίτημα αλλαγής;
Όχι μόνο δεν γίνεται αυτό, αλλά βλέπουμε την πολιτική και τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» να επιδίδονται σε ακατάσχετη κολακεία των νέων, δικαιολογώντας ό,τι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως βαθύτατα ανησυχητικό σύμπτωμα. Αντιμετωπίζουμε τις σημερινές γενιές υπό το πρίσμα των δικών μας πολιτικών εμπειριών της δικτατορίας ή λίγο αργότερα, ενώ έχουν αλλάξει ριζικά οι προϋποθέσεις, τα κίνητρα και η περιρρέουσα κουλτούρα. Βλέπουμε τις παλαιές μορφές κινητοποίησης σχεδόν με νοσταλγία, ενώ πρόκειται για την εξωτερική φόρμα που καλύπτει άλλο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, περιφρονούμε την αγωνία και τις αντιφάσεις των σημερινών γενεών, χαϊδεμένων και πρεσαρισμένων ταυτόχρονα, συντηρητικών και οργισμένων συνάμα. Δεν έχουν ανάγκη τις εκδηλώσεις κολακείας αλλά τη βαθιά αλλαγή των συνθηκών ζωής και εκπαίδευσής τους. Τα άλλα είναι πολιτική παιδοφιλία, στην οποία πρωτοστατούν δυστυχώς τα κόμματα της Αριστεράς. Παράδοξη, μα την αλήθεια, εξέλιξη για το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, όπου ηγούνται στελέχη που γαλουχήθηκαν πολιτικά με το σύνθημα «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» στην παλαιά ΚΝΕ του Γρηγόρη Φαράκου.
ΕΡΠΟΥΣΑ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Και όμως η προοδευτική δημοκρατική παράταξη και η Αριστερά έπρεπε να ήταν οι πρώτες που θα ενδιαφέρονταν για την αντιστροφή των σημερινών παρακμιακών τάσεων. Γιατί στο βάθος η κρίση αφορά την προοδευτική κατάκτηση της δεκαετίας του ΄60 (στην Ελλάδα μία- δύο δεκαετίες αργότερα), του μαζικού πανεπιστήμιου. Εδώ και χρόνια όμως η κατάσταση δείχνει τα όρια, σε όλη την Ευρώπη αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Εξισωτισμός προς τα κάτω, ισοπεδωτική τυποποίηση, θεσμική ακαμψία, μόνιμη οικονομική δυσπραγία. Σε αυτά να προσθέσουμε τη μισθολογική εξαθλίωση των διδασκόντων στη Βασική και Μέση Εκπαίδευση, γεγονός που τους απαξιώνει κοινωνικά. Ας μη γελιόμαστε: η σημερινή κατάσταση δεν είναι υπερασπίσιμη και κανένα άρθρο 16 ή άλλος νόμος δεν μπορεί να ανακόψει την ανατροπή ενός συστήματος που γίνεται ασύμφορο και για τη χώρα και για τις οικογένειες. Η αγορά και η κοινωνία ήδη επιβάλλουν τη δική τους έρπουσα αντιμεταρρύθμιση, μεταφέροντας στο εκπαιδευτικό σύστημα ατόφιες τις κοινωνικές ανισότητες και ιεραρχίες, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή. Ήδη επιβάλλουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολλαπλών ταχυτήτων. Ο πρόσφατος νόμος για την Ανώτερη Εκπαίδευση θα είναι απλή ασπιρίνη μπροστά σε αυτή την εξέλιξη. Όχι για τα μέτρα που περιέχει ή δεν περιέχει, όσο γιατί στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν οι εσωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Η κυβέρνηση και οι πρυτανικές αρχές ακολουθούν τη γραμμή της «λάου λάου» εφαρμογής του νόμου, που υπό τις παρούσες συνθήκες ίσως να είναι ρεαλιστική. Ακόμα και αν πετύχαινε όμως, θα οδηγούσε απλώς σε μια προσαρμογή του δημόσιου πανεπιστήμιου στον χώρο που θα του αφήσουν οι πολύ δυναμικότερες και ταχύτερες αλλαγές που επιβάλλουν η αγορά και οι οικογένειες.
Μας αρκεί αυτό; Στα κόμματα αρκεί, γιατί πλέον δρουν με χρονικό ορίζοντα τη διετία, ούτε καν την τετραετία. Στους διδάσκοντες όμως γιατί να αρκεί; Όλοι ξέρουμε ότι το πανεπιστήμιο και η φοιτητική νεολαία είναι φυσικός χώρος του ριζοσπαστισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά παράδοση στην ψευτοαριστερίστικη ηγεμονία. Μπορούν άραγε οι πανεπιστημιακοί του αριστερού και κεντροαριστερού χώρου να συγκλίνουν σε μια συναντίληψη που θα δημιουργήσει την αναγκαία εσωτερική κρίσιμη μάζα για την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος; Είναι προφανές ότι το ερώτημα αφορά πρωτίστως τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του «όλου ΣΥΝ».
Πηγή